- ἀσβέστου
- ἄσβεστοςunquenchablemasc/neut gen sgἄσβεστοςunquenchablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
неоугасаѥмыи — (2*) пр. То же, что неѹгасимыи: ѥще же и ѡ бѣсовъ помѧнѹти потребно мню ихъ же прославлѧхѹ ѡканьнии чл҃вци и неѹгасаѥмомѹ ѡгню достоини сѹ(т). (ἀσβέστου) ΓΑ XIII–XIV, 4ба; грѣшникомъ сѹщю ѹготовленѹю имъ неѹгасаѥмымь ѡгнемь мѹкѹ въпиѥть.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
негасимыи — (21) пр. Негасимый, незатухающий: въ то великоѥ... сѹдище и мѹчителище... || ...иде же рѣка ѡгн˫а негасимаго. (ἀσβέστоυ) СбТр ХII/ХIII, 19–19 об.; и геоною прѣтить и огнь негасимыи. ПНЧ 1296, 64 об.; дь˫авола. вѧзѧщаго во тмѣ кромѣшнеи и во огнѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… … Dictionary of Greek
ασβεστόγαλα — το 1. γαλάκτωμα ασβέστου 2. το υδροξείδιο του ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + γάλα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek
ασβεστόνερο — το διάλυμα ασβέστου μέσα σε νερό … Dictionary of Greek
βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… … Dictionary of Greek
κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) … Dictionary of Greek